- δυναμίτιδα
- ηο δυναμίτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… … Dictionary of Greek
-ίτιδα — (ΑΜ ῑτις) κατάλ. θηλ. ουσ. τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. τις ( ι τις), που σχηματίστηκε κατά την κατάλ. αρσενικών ίτης*. Τα ουσ. σε ιτις στην Αρχαία Ελληνική δεν χρησιμοποιούνταν μόνο ως θηλ. αντίστοιχων αρσενικών σε ίτης (πρβλ.… … Dictionary of Greek
δυναμιτιστής — ο 1. αυτός που προκαλεί ανατίναξη με δυναμίτιδα 2. εκείνος που υπονομεύει με λόγους ή πράξεις και προκαλεί εκρηκτικές ή επικίνδυνες καταστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. dynamiteur] … Dictionary of Greek
ζελατίνη — Κολλοειδές προϊόν μαλακής σύστασης. Όταν θερμανθεί μετατρέπεται σε ιξώδες υγρό και όταν διαδοχικά ψυχθεί, επανέρχεται στην κατάσταση της στερεάς μάζας. Υπάρχουν ζ. ζωικές και φυτικές ανάλογα με την προέλευσή τους. Οι πρώτες παρασκευάζονται από… … Dictionary of Greek
νιτρογλυκερίνη — Προϊόν που προέρχεται από τη νίτρωση της γλυκερίνης με ένα μείγμα νιτρικού και θειικού οξέος. Ανάλογα με το είδος της επεξεργασίας, προκύπτουν διάφορες v., μεταξύ των οποίων η ν., που παρασκευάστηκε το 1846 από τον Ιταλό χημικό Ασκάνιο Σομπρέρο.… … Dictionary of Greek
συντριπτίτιδα — η, Ν είδος εκρηκτικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντρίβω (πρβλ. συντριπτικός) + κατάλ. ίτιδα (πρβλ. δυναμίτιδα)] … Dictionary of Greek
εκρηκτικές ύλες — Ουσίες ή μείγματα ουσιών, τα οποία σε συνθήκες μιας εξωτερικής διέγερσης μπορούν να μετατραπούν ταχύτατα –με μία εξώθερμη αντίδραση αποσύνθεσης που συνοδεύεται συνήθως από καύση– σε έναν μεγάλο όγκο αερίων και ουσιών πτητικών σε υψηλή θερμοκρασία … Dictionary of Greek
Ίμια — Δύο μικρές βραχονησίδες στο Αιγαίο. Βρίσκονται στα ΒΑ της Καλύμνου, κοντά στη νήσο Καλολίμνη. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. Απέχουν 12 ναυτικά μίλια από την Κάλυμνο και 3 ναυτικά μίλια από τις τουρκικές ακτές.… … Dictionary of Greek
διαρρηκτικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη διάρρηξη: Η δυναμίτιδα είναι διαρρηκτικό υλικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)